- παν-άξιος
παν-άξιος, ganz würdig, Opp. Cyn. 3, 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άξιος, ganz würdig, Opp. Cyn. 3, 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανάξιος — α, ο (ΑΜ πανάξιος, ον) καθ όλα άξιος, αξιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄξιος] … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
πανοίκτιστος — ον, Μ πάρα πολύ αξιολύπητος, άξιος κάθε οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἴκτιστος «αξιοθρήνητος, άξιος οίκτου»] … Dictionary of Greek
παντιμάξιος — ία, ον, Α άξιος κάθε τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν «* + τιμή + ἄξιος] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… … Dictionary of Greek
πανάγαστος — πανάγαστος, ον (ΑΜ) αυτός που θαυμάζεται από όλους, άξιος κάθε θαυμασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγαστός (ἀγάζομαι «θαυμάζω»)] … Dictionary of Greek
παναίδοιος — παναίδοιος, οίη, ον (Α) άξιος κάθε σεβασμού, πανσεθάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰδοῖος (< αἰδώς «σεβασμός»)] … Dictionary of Greek
πανεύφημος — ον, ΜΑ (ιδίως ως τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση) αυτός που επαινείται ή αξίζει να επαινεθεί σε μεγάλο βαθμό, ο άξιος κάθε ευφημίας («χαρμονικῶς ἡ μνήμη σου ἐκτελεῑται, πανεύφημε», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔφημος] … Dictionary of Greek