- παν-άμ-μορος
παν-άμ-μορος, ganz ermangelnd, ἠελίοιο, Probl. arithm. 18 (XIV, 125).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άμ-μορος, ganz ermangelnd, ἠελίοιο, Probl. arithm. 18 (XIV, 125).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμμορος — πάμμορος, ον (Α) πάρα πολύ δυστυχής, δυστυχέστατος («ξένε πάμμορε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μόρος (< μείρομαι)] … Dictionary of Greek