- παν-ά-πυστος
παν-ά-πυστος, ganz unvernommen, von dem man gar Nichts hört, – auch ganz unkundig, der Nichts gehört hat, VLL. erkl. ἀνήκοος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ά-πυστος, ganz unvernommen, von dem man gar Nichts hört, – auch ganz unkundig, der Nichts gehört hat, VLL. erkl. ἀνήκοος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμπυστος — πάμπυστος, ον (Α) 1. πασίγνωστος, γνωστότατος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμπυστα με πλήρη γνώση ή προς πλήρη γνώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πυστός (< πυνθάνομαι)] … Dictionary of Greek