- παν-θῡμαδόν
παν-θῡμαδόν, ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-θῡμαδόν, ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανθυμαδόν — ΜΑ επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων αρχ. ολόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυμός + επιρρμ. κατάλ. αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πάνθυμος (πρβλ. ομο θυμαδόν)] … Dictionary of Greek