- παν-ολέθριος
παν-ολέθριος und παν-όλεθρος, Sp., schlechtere Form für πανωλέϑριος und πανώλεϑρος, s. Lob. zu Phryn. 705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ολέθριος und παν-όλεθρος, Sp., schlechtere Form für πανωλέϑριος und πανώλεϑρος, s. Lob. zu Phryn. 705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] … Dictionary of Greek
πάμφθαρτος — πάμφθαρτος, ον (Α) αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό φθαρτος] … Dictionary of Greek
πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
ρινώλεθρος — ον, Α (για δυσοσμία) ολέθριος για τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. παν ώλεθρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek