- παν-θηλής
παν-θηλής, ὕλη, ἡ, allsprossend, Wald von allerlei Bäumen, Antp. Th. 40 (IX, 282).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-θηλής, ὕλη, ἡ, allsprossend, Wald von allerlei Bäumen, Antp. Th. 40 (IX, 282).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανθηλής — και δωρ. τ. πανθαλής, ές, Α 1. (για φυτό) γεμάτος με τρυφερά κλαδιά 2. (για τόπο) κατάφυτος από κάθε είδους δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηλής (< θηλέω* «θάλλω, βλαστάνω»), πρβλ. ερι θηλής, νεο θηλής] … Dictionary of Greek