- παν-αλθής
παν-αλθής, ές, Alles heilend, Nic. Ther. 939.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αλθής, ές, Alles heilend, Nic. Ther. 939.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] … Dictionary of Greek
παναλθής — παναλθής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)] … Dictionary of Greek