παν-αληθής

παν-αληθής

παν-αληθής, ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παναληθής — παναληθής, ές (ΑΜ) 1. αυτός που αληθεύει καθ όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός 2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). επίρρ... παναληθῶς (Α) αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

  • πανετήτυμος — ον, Α εντελώς αληθής, αληθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτήτυμος, ποιητ. τ. αντί τού ἔτυμος «αληθής»] …   Dictionary of Greek

  • πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • παναληθεύων — παναληθεύων, ουσα, ον (Μ) φρ. «παναληθεύουσα διήγησις» η καθ όλα αληθής διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀληθεύω] …   Dictionary of Greek

  • πανατρεκής — πανατρεκής, ές (Α) 1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές αληθέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”