παν-αλάστωρ

παν-αλάστωρ

παν-αλάστωρ, ορος, ὁ, ganz wie ἀλάστωρ, Antp. Th. 42 (IX, 269).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παναλάστωρ — παναλάστωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) καταστρεπτικότατος, βλαπτικότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλάστωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”