- παν-δάκρῡτος
παν-δάκρῡτος, allbeweint, von Allen zu beweinen; γένος, Aesch. Spt. 636; ἔϑνη ἐφαμέρων, Eur. Or. 974; I. T. 553; – allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα, Soph. Trach. 50; βιοτά, Phil. 691, thränenvoll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δάκρῡτος, allbeweint, von Allen zu beweinen; γένος, Aesch. Spt. 636; ἔϑνη ἐφαμέρων, Eur. Or. 974; I. T. 553; – allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα, Soph. Trach. 50; βιοτά, Phil. 691, thränenvoll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek