πανδούρα — πανδούρᾱ , πανδούρα three stringed lute fem nom/voc/acc dual πανδούρᾱ , πανδούρα three stringed lute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδούρα — Αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο με 3 χορδές. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πολυδεύκη το χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ασσύριοι. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονταν και ορισμένα άλλα όργανα συγγενικά με την κιθάρα. Η π. λέγεται και πανδουράς (ο) και … Dictionary of Greek
πανδούρας — πανδούρᾱς , πανδούρα three stringed lute fem acc pl πανδούρᾱς , πανδούρα three stringed lute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδούραν — πανδούρᾱν , πανδούρα three stringed lute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pandore, die — Die Pandōre, plur. die n, ein Art unvollkommener Lauten, welche einen kürzern Hals wie die Laute hat, auch mit weniger Saiten bezogen wird als diese. Sie ist, dem Pollux zu Folge, der sie πανδουρα und τριχορδιον nennet, eine Assyrische Erfindung … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
μπαντούρα — και πανδούρα και παντούρα, η (Μ μπαντούρα και παντούρα) έγχορδο μουσικό όργανο τών Κοζάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ρωσ. bandoura < πανδούρα] … Dictionary of Greek
ξυλοπάνδουρον — ξυλοπάνδουρον, τὸ (Μ) 1. ξύλινη πανδούρα 2. είδος ξυλοπέδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πανδοῦρα «είδος μουσικού οργάνου»] … Dictionary of Greek
πάνδουρος — και φάνδουρος, ὁ, Α η πανδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. πανδούρα] … Dictionary of Greek
πανδουρίζω — Μ [πανδούρα] παίζω την πανδούρα … Dictionary of Greek
πανδούριον — (I) τὸ, Α [πανδούρα] υποκορ. τού πανδούρα. (II) τὸ, Μ (κατά τον Ζωναρ.) «πανδούριον μάχαιρα σφακτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek
πανδούρις — και πανδουρίς, ίδος, ἡ, ΜΑ [πανδούρα] 1. είδος τρίχορδου μουσικού οργάνου, η πανδούρα 2. πιθ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου … Dictionary of Greek