παν-δάλητος

παν-δάλητος

παν-δάλητος, dor. = πανδήλητος, Hipponax bei Tzetz. zu Lycophr. 425.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανδάλητος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. επίτριπτος*, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος 2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάλητος (< δηλοῦμαι / έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ α για μετρικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”