- παν-δεχής
παν-δεχής, ές, Alles aufnehmend, allumfassend; φύσις, Plat. Tim. 51 a; Arist. de gener. et corrupt. 2, 1, u. öfter Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δεχής, ές, Alles aufnehmend, allumfassend; φύσις, Plat. Tim. 51 a; Arist. de gener. et corrupt. 2, 1, u. öfter Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδεχής — ές, Α αυτός που δέχεται, που περιλαμβάνει τα πάντα («ἀλλ ἀνόρατον εἶδός τι καὶ ἄμορφον, πανδεχές», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δεχής (< δέχομαι), πρβλ. παντο δεχής] … Dictionary of Greek
παντοδεχής — ές, Μ αυτός που δέχεται τους πάντες και τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δεχής (< δέχομαι), πρβλ. παν δεχής] … Dictionary of Greek