παμ-μακάριστος

παμ-μακάριστος

παμ-μακάριστος, der allerseligste, ll, sych. v. πανόλβιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρισμακάριστος — η, ο / τρισμακάριστος, ον ΝΜΑ τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί. β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ μαχάριστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”