- παν-δερκής
παν-δερκής, ές, allsehend, Alles sehend, sp. D.; Apollo, Hymn. Apoll. (IX, 525, 17); Maneth. 3, 359; Qu. Sm. 2, 443 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δερκής, ές, allsehend, Alles sehend, sp. D.; Apollo, Hymn. Apoll. (IX, 525, 17); Maneth. 3, 359; Qu. Sm. 2, 443 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοδερκής — ἰοδερκής, ές (Α) αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ δερκής, παν δερκής] … Dictionary of Greek
θεοδερκής — θεοδερκής, ές (Α) αυτός που βλέπει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δερκής (< δέρκομαι), πρβλ. οξυ δεκρής, παν δερκής] … Dictionary of Greek
πανδερκής — ές, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει από όλες τις πλευρές 2. αυτός που βλέπει τους πάντες ή τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek