πικρασμός

πικρασμός

πικρασμός, , Bitterkeit, übertr. Erbitterung, Unwille, Haß, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πικρασμός — bitterness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρασμός — ο, ΝΜΑ, και πικραμός Ν [πικραίνω] αίσθημα πικρίας, πίκρα, θλίψη …   Dictionary of Greek

  • πικρασμούς — πικρασμός bitterness masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρασμῷ — πικρασμός bitterness masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρασμόν — πικρασμός bitterness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραμός — ο, Ν βλ. πικρασμός …   Dictionary of Greek

  • πικριασμός — ὁ, Α ο πικρασμός, η πικρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρία + κατάλ. σμός] …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՌՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0597 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c գ. πικρία amaritudo, amarulentia, πικρασμός exacerbatio Համ դառն. դառն կամ դառնացեալ գոլն. դաժանութիւն. ժանտութիւն. եւ Նեղութիւն. նեղսրտութիւն. ... *Ողկոյզ նոցա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”