- πειρασμός
πειρασμός, ὁ, = πείρασις, die Versuchung zum Bösen, Sp., bes. N. T
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειρασμός, ὁ, = πείρασις, die Versuchung zum Bösen, Sp., bes. N. T
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειρασμός — trial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… … Dictionary of Greek
πειρασμός — ο 1. αυτός που προκαλεί έντονη επιθυμία: Αυτά τα γλυκά είναι πειρασμός. 2. μτφ., ο διάβολος, ο σατανάς. 3. αυτός που θέλει να πειράζει, το πειραχτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειρασμοῖς — πειρασμός trial masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμοί — πειρασμός trial masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμοῦ — πειρασμός trial masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμούς — πειρασμός trial masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμῶν — πειρασμός trial masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμῷ — πειρασμός trial masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασμόν — πειρασμός trial masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lord's Prayer — For alternative meanings, see: Lord s Prayer (disambiguation), Our Father (disambiguation), and Pater Noster (disambiguation). The Sermon on the Mount by Carl Heinrich Bloch The Lord s Prayer (also called the Pater Noster[1] … Wikipedia