πειραστής

πειραστής

πειραστής, , Versucher, Verführer, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πειραστής — tempter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστής — ὁ, Α [πειράζω] 1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον 2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής 3. ο διάβολος, ο σατανάς …   Dictionary of Greek

  • πειρασταῖς — πειραστής tempter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστοῦ — πειραστής tempter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστήν — πειραστής tempter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρᾶσθ' — πειρᾶσθα , πειράω attempt pres subj act 2nd sg (epic) πειρᾶσθε , πειράω attempt pres imperat mp 2nd pl πειρᾶσθε , πειράω attempt pres subj mp 2nd pl πειρᾶσθε , πειράω attempt pres ind mp 2nd pl (epic) πειρᾶσθε , πειράω attempt pres subj act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστά — πειραστά̱ , πειραστής tempter masc nom/voc/acc dual πειραστής tempter masc voc sg πειραστής tempter masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՐՁԻՉ — (ձչի.) NBH 2 0957 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ա. գ. ՓՈՐՁԻՉ ՓՈՐՁՈՂ. πειραστής, πειράζων, πειρώμενος, δοκιμαστής tentator, tentans եւն. Այն՝ որ փորձէ որ է օրինակաւ. մանաւանդ սատանայ. *Փորձիչ ետու զքեզ ժողովրդոց:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈՐՁՈՂ — (ողի.) NBH 2 0957 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ա. գ. ՓՈՐՁԻՉ ՓՈՐՁՈՂ. πειραστής, πειράζων, πειρώμενος, δοκιμαστής tentator, tentans եւն. Այն՝ որ փորձէ որ է օրինակաւ. մանաւանդ սատանայ. *Փորձիչ ետու զքեզ ժողովրդոց:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”