θρασύ-θῡμος

θρασύ-θῡμος

θρασύ-θῡμος, keckes Muthes, Man. 4, 529.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύθυμος — θρασύθυμος, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγά θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”