θρασύ-μῡθος

θρασύ-μῡθος

θρασύ-μῡθος, keck redend, ὕβρις Pind. Ol. 13, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύμυθος — θρασύμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μυθος (< μύθος), πρβλ. εύ μυθος, πολύ μυθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”