πανικός

πανικός

πανικός, vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. ϑόρυβος, π. ταραχαί, π. δεῖμα u. dgl., ein panischer Schreck, d. i. ein plötzlicher Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …   Dictionary of Greek

  • πανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο θεό Πάνα. 2. το αρσ. ως ουσ., πανικός δυνατός φόβος ατόμου ή ατόμων που δημιουργείται από την εμφάνιση ή την πιθανότητα εμφάνισης μεγάλου κινδύνου: Από την έκρηξη προκλήθηκε πανικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πανικός — Πᾱνικός , Πανικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πανικά — Πᾱνικά , Πανικός of neut nom/voc/acc pl Πᾱνικά̱ , Πανικός of fem nom/voc/acc dual Πᾱνικά̱ , Πανικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπανικά — τὰ, Α προσποιητός, ψεύτικος πανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πανικός] …   Dictionary of Greek

  • Πανικῶν — Πᾱνικῶν , Πανικός of fem gen pl Πᾱνικῶν , Πανικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανικόν — Πᾱνικόν , Πανικός of masc acc sg Πᾱνικόν , Πανικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • паника — Через нем. Раnik из франц. panique от лат. panicus, греч. πανικός, от имени лесного бога Пана, греч. Πά̄ν; см. Шульц–Баслер 2, 298 и сл.; Клюге Гётце 430. Греки и римляне приписывали происхождение ужаса, навеянного ложной тревогой, богу Пану …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”