- παν-α-πειθής
παν-α-πειθής, ές, ganz unglaublich, Parmenids. bei Procl. zu Plat. Tim. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-α-πειθής, ές, ganz unglaublich, Parmenids. bei Procl. zu Plat. Tim. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμπειθής — παμπειθής, ές (Α) αυτός που πείθει, που παρασύρει τους πάντες («τὸν δὲ παμπειθῆ πόθον», Πίνδ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek