- παιᾱνικός
παιᾱνικός, den Päan betreffend, in der Art des Päangesanges; so heißt ἰώ ein ἐπίῤῥημα παιανικόν, Ath. XV, 696 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιᾱνικός, den Päan betreffend, in der Art des Päangesanges; so heißt ἰώ ein ἐπίῤῥημα παιανικόν, Ath. XV, 696 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιανικός — παιανικός, ή, όν (ΑΜ) [παιάν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιάνα ή αυτός που μοιάζει με παιάνα … Dictionary of Greek
παιανικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικόν — παιανικός of masc acc sg παιανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικοῖς — παιανικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανική — παιανικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικῶς — παιανικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικῷ — παιανικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)