- παιᾱνισμός
παιᾱνισμός, ὁ, das Anstimmen und Singen eines Päan, D. Hal. 2, 41; bei Stob. 9, 3, 12 v. l. παιωνισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιᾱνισμός, ὁ, das Anstimmen und Singen eines Päan, D. Hal. 2, 41; bei Stob. 9, 3, 12 v. l. παιωνισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιανισμός — παιανισμός, ὁ (Α) [παιανίζω] 1. το να ψάλλει κανείς τον παιάνα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ᾠδή ἐπὶ ἀπαλλαγῇ κακῶν» … Dictionary of Greek
παιανισμός — παιᾱνισμός , παιανισμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτανισμός — ὁ, Α παιανισμός («ὁ παιανισμός τῶν Θρᾳκῶν τιτανισμὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων λέγεται, κατὰ μίμησιν τῆς ἐν παιᾱσι φωνῆς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτάνες + ισμός*] … Dictionary of Greek
ιβίβυος — ἰβίβυος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιανισμός» … Dictionary of Greek
παιωνισμός — παιωνισμός, ὁ (Α) [παιωνίζω] το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός … Dictionary of Greek
παιανισμοῖς — παιᾱνισμοῖς , παιανισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανισμοῦ — παιᾱνισμοῦ , παιανισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανισμῷ — παιᾱνισμῷ , παιανισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανισμόν — παιᾱνισμόν , παιανισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)