- ἰήλεμος
ἰήλεμος u. die abgeleiteten, ion. = ἰάλεμος u. s. w., w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰήλεμος u. die abgeleiteten, ion. = ἰάλεμος u. s. w., w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιήλεμος — ἰήλεμος, ὁ (Α) ιων. τ. τού ιάλεμος* … Dictionary of Greek
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek