ἰή-κοπος

ἰή-κοπος

ἰή-κοπος, ἀρωγή, Eur. den Aeschylus parodirend bei Ar. Ran. 1265 ff., entweder von κόπτω, Weh schlagend od. Schlag wehrend, Schmerz überwältigend, od. von κόπος, wehleidvoll; Andere dachten an ἰάομαι, Drangsal heilend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • κόπος — striking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο 1. μόχθος, κούραση. 2. αμοιβή για τους κόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποι — κόπος striking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποις — κόπος striking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπον — κόπος striking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπου — κόπος striking masc gen sg κοπόω weary pres imperat act 2nd sg κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπους — κόπος striking masc acc pl κοπόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”