ἰᾱτής

ἰᾱτής

ἰᾱτής, , = ἰατήρ, LXX,


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιατής — ἰατής, ὁ (Α) ιατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + τής (πρβλ. ποιη τής, τιμη τής)] …   Dictionary of Greek

  • ἰαταί — ἰατής masc nom/voc pl ἰᾱταί , ἰατός curable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰατήν — ἰατής masc acc sg (attic epic ionic) ἰᾱτήν , ἰατός curable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰατῶν — ἰατής masc gen pl ἰᾱτῶν , ἰατός curable fem gen pl ἰᾱτῶν , ἰατός curable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορφιάτης — ο, θηλ. Κορφιάτισσα (Μ Κορφιάτης, θηλ. ισσα) αυτός που κατάγεται από τους Κoρφούς, από την Κέρκυρα, ο Κερκυραίος νεοελλ. (το αρσ. ως προσηγορικό) ο κορφιάτης είδος σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τoπων. Κορφοί + κατάλ. ιάτης (πρβλ. Μαν ιάτης, Σπαρτ… …   Dictionary of Greek

  • κογχυλιάτης — ο (Α κογχυλιάτης) ο κογχίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. ιάτης, (πρβλ. λειμων ιάτης, πωγων ιάτης)] …   Dictionary of Greek

  • ἰατά — ἰατά̱ , ἰατής masc nom/voc/acc dual ἰατής masc voc sg ἰατής masc nom sg (epic) ἰᾱτά , ἰατός curable neut nom/voc/acc pl ἰᾱτά̱ , ἰατός curable fem nom/voc/acc dual ἰᾱτά̱ , ἰατός curable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη …   Dictionary of Greek

  • ειμωνιάτης — λειμωνιάτης, ὁ (Α) φρ. «λειμωνιάτης λίθος» λίθος με πράσινο χρώμα σαν τού λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ιάτης (πρβλ. κοπ ιάτης)] …   Dictionary of Greek

  • πωγωνιάτης — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ιάτης (πρβλ. λειμων ιάτης)] …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”