- ἰᾱτήριος
ἰᾱτήριος, heilend, heilsam, φάρμακον, Sp.; ἰητήρια νούσων, Qu. Sm. 7, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰᾱτήριος, heilend, heilsam, φάρμακον, Sp.; ἰητήρια νούσων, Qu. Sm. 7, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιατήριος — ἰατήριος, ον (ΑΜ, Α ιων. τ. ἰητήριος, ον) [ιατήρ] μσν. θεραπευτικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰατήριον τρόπος θεραπείας … Dictionary of Greek