- ὦλαξ
ὦλαξ, ἡ, dor. = αὖλαξ, s. auch ὦλξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὦλαξ, ἡ, dor. = αὖλαξ, s. auch ὦλξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώλαξ — ὤλακος, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. αύλακας … Dictionary of Greek
τριώλαξ — ώλακος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που έχει τρία αυλάκια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγὼν παρθένων δρόμου». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὦλαξ, ακος, δωρ. τ. τού αὖλαξ, ακος (πρβλ. ὁμ ῶλαξ: ὁμ αῦλαξ)] … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο … Dictionary of Greek
όλοκες — ὄλοκες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αὔλακες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. που θεωρείται αμφίβολο αν πρέπει να συνδεθεί με τον δωρ. τ. ὦλαξ (βλ. λ. αύλακας)] … Dictionary of Greek
ὤλακα — ὤ̱λακα , ὦλαξ furrow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯elk-1 — u̯elk 1 English meaning: to drag Deutsche Übersetzung: “ziehen” Material: Av. varǝk “ziehen, drag” only with Präverbien: aipivarǝčainti “ziehen ein Kleidungsstũck darũber an”; Lith. velkù (vil̃kti ), O.C.S. vlěkǫ “pull, drag” … Proto-Indo-European etymological dictionary