- ὦλιγξ
ὦλιγξ, ἡ, die Runzel, Falte der Haut, bes. im Gesichte, VLL. Vgl. αὖλαξ, ὦλαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὦλιγξ, ἡ, die Runzel, Falte der Haut, bes. im Gesichte, VLL. Vgl. αὖλαξ, ὦλαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο … Dictionary of Greek
ώριγξ — ιγγος, ἡ, Α άλλη γρφ τού ὤλιγξ* … Dictionary of Greek