- παιδ-ολέτις
παιδ-ολέτις, ιδος, ἡ, = παιδολέτειρα, λαμπάς, Epigr. in Cyzic. 3 (III, 3).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδ-ολέτις, ιδος, ἡ, = παιδολέτειρα, λαμπάς, Epigr. in Cyzic. 3 (III, 3).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτηνολέτις — ιδος, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει τα πουλιά («δίκτυον... πτηνολέτιν νεφέλην», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας» (πρβλ. παιδ ολέτις)] … Dictionary of Greek