- παιδ-ολέτωρ
παιδ-ολέτωρ, ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδ-ολέτωρ, ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρολέτωρ — ορος, ὁ, Α ο πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ολέτωρ (< θ. ολε τού ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλε θρος), πρβλ. παιδ ολέτωρ] … Dictionary of Greek
ταυρολέτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει, που καταστρέφει ταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ολέτωρ (< ὄλλυμι, πρβλ. ὀλετήρ), πρβλ. παιδ ολέτωρ] … Dictionary of Greek