ἥδυμος

ἥδυμος

ἥδυμος, ον, p. = ἡδύς; ὕπνος H. h. Merc. 241; Ap. Rh. 2, 407; Antimach. u. Simonids bei Schol. Il. 2, 2; λόγοι Epicharm. E. M. 420, 47; die VLL. führen aus Alcman auch den superlat. ἡδυμέστατος an. Vgl. νήδυμος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήδυμος — ἥδυμος, δωρ. τ. ἅδυμος, ον (Α) [ηδύς] (ποιητ. τ. τού ηδύς) (συν. επίθ. τού ύπνου) γλυκός, ευχάριστος (α. «ἥδυμος ὕπνος» β. «ἥδυμος οἶνος») …   Dictionary of Greek

  • ἥδυμος — sweet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδυμον — ἥδυμος sweet masc/fem acc sg ἥδυμος sweet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυμώτερος — ἥδυμος sweet masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύμων — ἥδυμος sweet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήδυμος — η, ο (ΑΜ νήδυμος, ον) 1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος 2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο») μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα α)… …   Dictionary of Greek

  • γλυκυμή — γλυκυμή, η (Α) η γλυκόριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκυμή πιθ. < *γλύκυμος < γλυκύς (πρβλ. ήδυμος ηδύς)] …   Dictionary of Greek

  • ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • νηπεδανός — νηπεδανός, ή, όν (Α) ηπεδανός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἡπεδανός (πρβλ. νήδυμος: ήδυμος)] …   Dictionary of Greek

  • su̯ād- —     su̯ād     English meaning: sweet     Deutsche Übersetzung: ‘sũß; an etwas Geschmack, Freude finden”     Material: 1. su̯üdu s ‘sweet”: O.Ind. svüdu , f. svüdvī ‘sweet, mellifluous”; Gk. ἡδύς, f. εῖα (* εFια), ύ, Dor. ἁδύς ‘sweet”; with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”