ἤρυγγος

ἤρυγγος

ἤρυγγος, , eine Pflanze, Mannstreue, Nic. Th. 848. – Aber ὁ ἤρυγγος, oder τὸ ἤρυγγον, bei Arist. H. A. 9, 3, scheint der Ziegenbart zu sein, nach dem Zusatz ἔστι δὲ οἷον ϑρίξ; bei Plut. Symp. 7, 2, 1 wird dasselbe aber von der Pflanze ἠρύγγιον, vulg. ἠρύγκιον, erzählt, u. bei demselben de sera N. V. 14 steht ἠρυγγίτης dafür.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἤρυγγος — eryngo fem nom sg ἤρυγγος eryngo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἠρύγγοιο — ἤρυγγος eryngo fem gen sg (epic) ἤρυγγος eryngo masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρύγγου — ἤρυγγος eryngo fem gen sg ἤρυγγος eryngo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”