- ἡλιο-θαλπής
ἡλιο-θαλπής, ές, von der Sonne erwärmt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιο-θαλπής, ές, von der Sonne erwärmt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
πυριθαλπής — ές, Α αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής] … Dictionary of Greek