- ἡλιο-θερής
ἡλιο-θερής, ές, von der Sonne erwärmt, E. M. 58, 1, = εἱληϑερής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιο-θερής, ές, von der Sonne erwärmt, E. M. 58, 1, = εἱληϑερής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοθερής — ἡλιοθερής, ές (Α) αυτός που έχει θερμανθεί από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + θερής (< θέρω «θερμαίνω»), πρβλ. ειλη θερής, κακο θερής] … Dictionary of Greek
νειλοθερής — νειλοθερής, ές (Α) 1. ο καμμένος, ο μελαψός από τον ήλιο και τον αέρα τής χώρας τού Νείλου, τής Αιγύπτου 2. (κατ άλλ. ερμ.) αυτός που γεννήθηκε, που βλάστησε στη χώρα τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + θερής (< θέρος), πρβλ. ηλιο θερής] … Dictionary of Greek
ζαθερής — ζαθερής, ές (Α) πολύ θερμός, καυτός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη θερής, ηλιο θερής] … Dictionary of Greek