- ἡλιο-κᾱΐα
ἡλιο-κᾱΐα, ἡ, der Sonnenbrand, Sonnenhitze, Sp.; apricatio, D. L. 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιο-κᾱΐα, ἡ, der Sonnenbrand, Sonnenhitze, Sp.; apricatio, D. L. 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβανοκαΐα — λιβανοκαΐα, ἡ (Α) το κάψιμο λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + καΐα (< καής< καίω), πρβλ. ηλιο καΐα, λυχνο καΐα] … Dictionary of Greek
λυχνοκαΐα — λυχνοκαΐα, ιων. τ. λυχνοκαΐη, ἡ (Α) 1. το άναμμα λύχνων, η λυχναψία 2. ως κύριο όν. ἡ Λυχνοκαΐα ονομασία εορτής στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καΐα (< καίω), πρβλ. ηλιο καΐα, λιβανο καΐα] … Dictionary of Greek