- ἡλιο-φανής
ἡλιο-φανής, ές, sonnenhell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιο-φανής, ές, sonnenhell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοφανής — ές 1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο 2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο 3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής αραχνίδιο τής οικογένειας σαλτικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] … Dictionary of Greek
μελλοφανής — μελλοφανής, ές (Μ) αυτός που πρόκειται να εμφανιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + φανής(< φαίνω), πρβλ. ηλιο φανής] … Dictionary of Greek