ἡλιο-φυής

ἡλιο-φυής

ἡλιο-φυής, ές, in der Sonne gewachsen, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νειλοφυής — νειλοφυής, ές (Μ) (για φυτά) αυτός που φυτρώνει κοντά στον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ηλιο φυής, λιμνο φυής)] …   Dictionary of Greek

  • ποταμοφυής — ές, Ν (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μέσα ή δίπλα στο ποτάμι, ποταμόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ἡλιο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοφυές — ἡλιοφυές, το (Α) το φυτό κλύμενον, αιγόκλημα το τυρρηνικόν, αγιόκλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φυες, ουδ. τού φυης (< φυή ή φύος < φύομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”