- ἡλιο-στιβής
ἡλιο-στιβής, ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιο-στιβής, ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek
χθονοστιβής — ές, Α αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιο στιβής, νιφο στιβής] … Dictionary of Greek
πεδοστιβής — ές, Α 1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη 2. ο πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο στιβής] … Dictionary of Greek