- ἡλιο-στερής
ἡλιο-στερής, ές, der Sonne beraubend, d. h. die Sonne abwehrend, Schatten machend, κυνῆ Θετταλίς Soph. O. C. 313.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιο-στερής, ές, der Sonne beraubend, d. h. die Sonne abwehrend, Schatten machend, κυνῆ Θετταλίς Soph. O. C. 313.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοστερής — ἡλιοστερής, ές (Α) (για το θεσσαλικό καπέλο) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το πρόσωπο, αυτός που σκιάζει το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στερης (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. αργυρο στερής, ομματο στερής] … Dictionary of Greek
ομματοστερής — ὀμματοστερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς 2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + στερής (< στέρομαι… … Dictionary of Greek