- ἡμί-λεκτος
ἡμί-λεκτος, halb gesagt, Theophyl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-λεκτος, halb gesagt, Theophyl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίλεκτος — ἡμίλεκτος, ον (Μ) αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λεκτός (< λέγω)] … Dictionary of Greek