- ἡμί-ζωος
ἡμί-ζωος, = ἡμίζως, ων, halb lebend, Hdn. Epimer. p. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-ζωος, = ἡμίζως, ων, halb lebend, Hdn. Epimer. p. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] … Dictionary of Greek