- ἡμί-εφθος
ἡμί-εφθος, halb gekocht, Luc. D. mort. 20, 4, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-εφθος, halb gekocht, Luc. D. mort. 20, 4, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίεφθος — μελίεφθος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ψηθεί μέσα σε μέλι 2. το ουδ. ως ουσ. το μελίεφθον σκεύος για το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ἑφθός (< ἕψω «ψήνω»), πρβλ. ημί εφθος, πολύ εφθος] … Dictionary of Greek
πολύεφθος — ον, Α πολυέψητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. πολυ * + ἑφθός «ψητός», ρηματ, επίθ. τού ἕψω (πρβλ. ημί εφθος)] … Dictionary of Greek
ημίεφθος — ἡμίεφθος, ον (Α) 1. μισοβρασμένος 2. (σε κωμική έκφρ., για τον Εμπεδοκλή που ρίχθηκε στον κρατήρα τής Αίτνας) μισό ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εφθός «ψητός» (< έψω «βράζω, ψήνω»)] … Dictionary of Greek