ἡβηδόν

ἡβηδόν

ἡβηδόν, jugendlich; ἐνδύντες τὰ ὅπλα πάντες ἡβηδόν Her. 1, 172, indem alle, die im Jugendalter standen, die ganze waffenfähige Mannschaft, die Waffen ergriffen; Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλάς 6, 21, die ganze Jugend schor sich den Kopf; Sp., τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι D. Sic. 3, 54; ἐγὼ δὲ κέλομαι πᾶσιν ἡβηδὸν οἰμώζειν Luc. vit. auct. 14; Tim. 37; Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηβηδόν — ἡβηδόν (Α) επίρρ. 1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.) 2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. δόν (πρβλ. βαθμη δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • ἡβηδόν — from the youth upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορχιδόν — ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν» 2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν… …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • πανηβηδόν — Μ επίρρ. όλοι μαζί οι έφηβοι, όλη μαζί η νεολαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡβηδόν «κατά την εφηβική ηλικία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”