ἡβητής

ἡβητής

ἡβητής, , = ἡβητήρ; κοῦροι ἡβηταί H. h. Merc. 56; ἠΐϑεος Diod. ep. 9 (VII, 627); adj., jugendlich, νέων βραχιόνων ἔδειξεν ἡβητὴν τύπον Eur. Heracl. 858.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηβητής — ἡβητής, δωρ. τ. ήβατάς, θεσσαλ. τ. εἱβατάς, ὁ (Α) [ηβώ] 1. νέος, ακμαίος 2. ως επίθ. νεανικός …   Dictionary of Greek

  • ἡβητής — in one s prime masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβηταί — ἡβητής in one s prime masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητήν — ἡβητής in one s prime masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητάς — ἡβητά̱ς , ἡβητής in one s prime masc acc pl ἡβητά̱ς , ἡβητής in one s prime masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ηβητήρ — ἡβητήρ, ὁ (Α) [ηβώ] ηβητής*, νέος, ακμαίος …   Dictionary of Greek

  • ηβητικός — ἡβητικός, ή, όν (Α) [ηβητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”