- ἡμι-θέαινα
ἡμι-θέαινα, ἡ, Halbgöttinn, Opp. Cyn. 3, 245.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-θέαινα, ἡ, Halbgöttinn, Opp. Cyn. 3, 245.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιθέαινα — ἡμιθέαινα, ἡ (Α) βλ. ημιθέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θέαινα, θηλ. του θεός] … Dictionary of Greek