- ἡμι-λάσταυρος
ἡμι-λάσταυρος, halbrauch (s. λάσταυρος), Men. bei Poll. 6, 161, der das Wort tadelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-λάσταυρος, halbrauch (s. λάσταυρος), Men. bei Poll. 6, 161, der das Wort tadelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιλάσταυρος — ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α) αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λάσταυρος «επίθ. τού κίναιδου»] … Dictionary of Greek