- ἡμι-θαλής
ἡμι-θαλής, ές, halb grünend, στέφανοι Heralid. 1 (VII, 465).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-θαλής, ές, halb grünend, στέφανοι Heralid. 1 (VII, 465).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιθαλής — ἡμιθαλής, ές (Α) (για φυτά και κλάδους) αυτός που θάλλει εν μέρει ακόμη, μισοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θαλής (< θάλος, το, «βλαστός»), πρβλ. αει θαλής, ετεροθαλής] … Dictionary of Greek