- ἡμιον-ηγός
ἡμιον-ηγός, ὁ, Mauleseltreiber, Strab. XIV, 659.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμιον-ηγός, ὁ, Mauleseltreiber, Strab. XIV, 659.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωτηγός — νωτηγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει φορτίο στη ράχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ηγός (< ἄγω), πρβλ. ημιον ηγός] … Dictionary of Greek